- έκτυπος
- -η, -ο (AM ἔκτυπος, -ον)Ι. 1. ο τυπωμένος έτσι ώστε να παρουσιάζεται ανάγλυφος2. το ουδ. ως ουσ. το έκτυπο(ν)ανάγλυφο τού οποίου οι μορφές προεξέχουν από την επιφάνειααρχ.1. χωριστός, ευκρινής2. ο σχηματισμένος σε γενικές γραμμές, σαν πρόχειρο σχεδίασμα3. αντίτυπο, απομίμημαII. επίρρ. α) εκτύπωςφανερά, με σαφήνεια, καθαρά, ανάγλυφαβ) και το συγκρ. εκτυπωτέρως κατά τρόπο σαφέστερο, φανερότερο, πιο ανάγλυφο.
Dictionary of Greek. 2013.